σύγγαμβρος

σύγγαμβρος
ο, ΝΜΑ, και σύγαμπρος Ν
καθένας από τους άνδρες που οι γυναίκες τους είναι αδελφές, κν. μπατζανάκης
αρχ.
γαμπρός σε σχέση με τον αδελφό τής νύφης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + γαμβρός / γαμπρός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μπατζανάκης — ο, θηλ. ισσα και αινα ο σύζυγος ή η σύζυγος δύο αδελφών, σύγγαμβρος ή συνυφάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bacanak] …   Dictionary of Greek

  • συγγαμβρεύω — Μ [σύγγαμβρος] συμπεθεριάζω …   Dictionary of Greek

  • συγγαμβρικός — ή, όν, Μ [σύγγαμβρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σύγαμβρο …   Dictionary of Greek

  • σύγαμπρος — ο, Ν βλ. σύγγαμβρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”